αἰτιασάμενος

αἰτιασάμενος
αἰτιᾱσάμενος , αἰτιάομαι
accuse
aor part mp masc nom sg (attic)
αἰτιᾱσάμενος , αἰτιάομαι
accuse
aor part mp masc nom sg (doric aeolic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • ενδέω — (I) (AM ἐνδέω) δένω κάτι μέσα σε κάτι άλλο ή στερεά μαζί με κάτι άλλο αρχ. 1. συνδέω μαζί μου («μεγάλοις ὅρκοις ἐνδησαμένα τὸν κατάρατον πόσιν», Ευρ.) 2. δεσμεύω με μάγια. (II) ἐνδέω (Α) 1. έχω έλλειψη ή ανάγκη, στερούμαι («τῶν δ ἀληθινῶν πολύ… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”